- επιστημοσύνη
- η знания, учёность;
μετ' επιστημοσύνης — научно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μετ' επιστημοσύνης — научно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπιστημοσύνη — skill fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστημοσύνη — η (AM ἐπιστημοσύνη) [επιστήμων] νεοελλ. η γνώση τής επιστήμης με την οποία ασχολείται κανείς αρχ. επιστήμη, γνώση … Dictionary of Greek
επιστημοσύνη — η η ιδιότητα, το γνώρισμα του επιστήμονα, η πλήρης και τέλεια γνώση της επιστήμης με την οποία ασχολείται κάποιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιστημοσύνης — ἐπιστημοσύνη skill fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ράνσιμαν — (Runsiman). Οικογένεια Άγγλων ιστορικών και πολιτικών. 1. Γουόλτερ. Πολιτικός (1870 – 1949). Εξελέγη βουλευτής και διετέλεσε υπουργός Παιδείας (1908), Γεωργίας (1911) και Εμπορίου (1914) και από το 1938 μέχρι τον επόμενο χρόνο, πρόεδρος του… … Dictionary of Greek
εμπειρισμός — ο 1. το να είναι κανείς εμπειρικός (βλ. λ.) ή το να γίνεται κάτι με την πείρα μόνο, χωρίς επιστημοσύνη. 2. (φιλοσ.), η εμπειριαρχία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)